- άναμμα
- το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω]νεοελλ.1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη4. πυρετός5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση6. σεξουαλική διέγερση, έξαψη, ερεθισμός7. (για τρόφιμα) έναρξη τής σήψης, αλλοίωση8. στον πληθ. τα ανάμματαφρύγανο που χρησιμεύει για έναυσμα, κν. προσάναμμααρχ.το αντικείμενο που φλέγεται, φλεγόμενη μάζα.
Dictionary of Greek. 2013.